DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Franquicia f
fin. Πράξη κύριας αναχρηματοδότησης
franquicia f
commer., econ. δικαιοχρησία; δικαιόχρηση; μίσθωση επιχειρηματικής οργάνωσης; παραχώρηση άδειας εκμετάλλευσης στη διανομή
fin. ατέλεια; εφάπαξ απαλλαγή; περιθώριο αδράνειας
fin., tax. όριο ενεργοποίησης; απαλλαγή
franquicias f
fin. απαλλαγή από δασμούς; δασμολογική ατέλεια
franquiciar v
market., commer. παρέχω δικαίωμα συμμετοχής σε σύστημα ενοποιημένης παρουσίας/franchise
 Spanish thesaurus
franquicia f
commer., econ. franchising
Franquicia
: 221 phrases in 12 subjects
Business1
Commerce9
Communications2
Economy5
Finances22
General2
Health care2
Insurance2
Law50
Marketing117
Taxes5
Transport4