DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
Directiva
 Directiva
econ. οδηγία
 directiva
gen. oδηγία
comp., MS πολιτική
econ. oδηγία
environ. οδηγία
forestr. οδηγίες
 directivo
empl. διοικητικό στέλεχος
IT el. κατευθυντικός
| sobre
 sobre
comp., MS πληροφορίες; φάκελος
el | ahorro
 ahorro
econ. αποταμίευση
- only individual words found

noun | adjective | to phrases
directiva f
forestr. οδηγίες
directiva adj.
gen. oδηγία
comp., MS πολιτική
environ. οδηγία
directivo adj.
empl. διοικητικό στέλεχος
IT, el. κατευθυντικός
directiva UE adj.
econ. oδηγία (EE)
directivos adj.
account. διεύθυνση
Directiva adj.
econ. οδηγία
Directiva sobre el
: 6 phrases in 5 subjects
Environment1
Finances1
General1
Politics1
Taxes2