DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
Directiva
 Directiva
econ. οδηγία
 directiva
gen. oδηγία
comp., MS πολιτική
econ. oδηγία
environ. οδηγία
forestr. οδηγίες
 directivo
empl. διοικητικό στέλεχος
IT el. κατευθυντικός
del | Parlamento Europeo
 Parlamento Europeo
econ. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
y del | Consejo
 consejo
environ. ειδοποίηση
| sobre
 sobre
comp., MS πληροφορίες
| la
 Ello
med. αυτό
| firmeza
 firmeza
polit. law δεσμευτικότητα
| de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
| la
 Ello
med. αυτό
liquidación | en
 en
IT dat.proc. εν
| los
 Ello
med. αυτό
| sistemas
 Sistema
comp., MS Σύστημα
| de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
| pagos
 pago
econ. πληρωμή
y | de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
liquidación | de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
| valores
 valorar
econ. agric. κρίνω
- only individual words found

noun | adjective | to phrases
directiva f
forestr. οδηγίες
directiva adj.
gen. oδηγία
comp., MS πολιτική
environ. οδηγία
directivo adj.
empl. διοικητικό στέλεχος
IT, el. κατευθυντικός
directiva UE adj.
econ. oδηγία (EE)
directivos adj.
account. διεύθυνση
Directiva adj.
econ. οδηγία
Directiva del Parlamento Europeo y del Consejo sobre la firmeza de la
: 2 phrases in 1 subject
Finances2