DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
Directiva
 Directiva
econ. οδηγία
 directiva
gen. oδηγία
comp., MS πολιτική
econ. oδηγία
environ. οδηγία
forestr. οδηγίες
 directivo
empl. διοικητικό στέλεχος
IT el. κατευθυντικός
2005 60 CE del | Parlamento Europeo
 Parlamento Europeo
econ. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
y del | Consejo
 consejo
environ. ειδοποίηση
| de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
| 26
 26
chem. σαλινομυκίνη-άλας με νάτριο
| de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
octubre | de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
2005 | relativa
 relativo
math. πηλίκο ή λόγος
| a
 a
comp., MS μέσος
| la
 Ello
med. αυτό
prevención | de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
| la
 Ello
med. αυτό
utilización del | sistema financiero
 sistema financiero
fin. χρηματοοικονομικό σύστημα
| para
 para
med. προς
el | blanqueo de capitales
 blanqueo de capitales
fin. νομιμοποίηση εγκληματικών εσόδων
y | para
 para
med. προς
| la
 Ello
med. αυτό
financiación del | terrorismo
 terrorismo
econ. τρομοκρατία
- only individual words found

noun | adjective | to phrases
directiva f
forestr. οδηγίες
directiva adj.
gen. oδηγία
comp., MS πολιτική
environ. οδηγία
directivo adj.
empl. διοικητικό στέλεχος
IT, el. κατευθυντικός
directiva UE adj.
econ. oδηγία (EE)
directivos adj.
account. διεύθυνση
Directiva adj.
econ. οδηγία
Directiva 2005/60/CE del Parlamento Europeo y del Consejo, de 26 de octubre de 2005, relativa a la
: 2 phrases in 1 subject
Criminal law2