DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
Directiva
 Directiva
econ. οδηγία
 directiva
gen. oδηγία
comp., MS πολιτική
econ. oδηγία
environ. οδηγία
forestr. οδηγίες
 directivo
empl. διοικητικό στέλεχος
IT el. κατευθυντικός
2002 92 CE del | Parlamento Europeo
 Parlamento Europeo
econ. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
y del | Consejo
 consejo
environ. ειδοποίηση
| de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
9 | de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
diciembre | de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
2002 | sobre
 sobre
comp., MS πληροφορίες
| la
 Ello
med. αυτό
mediación | en
 en
IT dat.proc. εν
| los
 Ello
med. αυτό
| seguros
 seguros
law insur. ασφάλεια
- only individual words found

noun | adjective | to phrases
directiva f
forestr. οδηγίες
directiva adj.
gen. oδηγία
comp., MS πολιτική
environ. οδηγία
directivo adj.
empl. διοικητικό στέλεχος
IT, el. κατευθυντικός
directiva UE adj.
econ. oδηγία (EE)
directivos adj.
account. διεύθυνση
Directiva adj.
econ. οδηγία
Directiva 2002/92/CE del Parlamento Europeo y del Consejo, de 9 de diciembre de 2002, sobre la
: 2 phrases in 1 subject
Insurance2