DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
Corporación | para
 para
med. προς
 parar
transp. εξελέγχω; ελέγχω
 parir
fin. γεννώ
life.sc. anim.husb. σε προχωρημένη εγκυμοσύνη
 paro
econ. ανεργία
law gen. παύση
| la
 Ello
med. αυτό; εκείνο
| asignación
 asignación
environ. καταλογισμός
| de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
| nombres
 Nombre
comp., MS Όνομα
y | números
 número
gen. αριθμός
| en
 en
IT dat.proc. εν
| Internet
 Internet
environ. Διαδίκτυο
- only individual words found