convenio | |
gen. | Σύμβαση |
environ. | σύμβαση; συνέδριο; κανόνας κοινού δικαίου; σύμβαση/συνέδριο |
law | διευθέτηση; διακανονισμός |
sobre | |
comp., MS | πληροφορίες; φάκελος |
Ello | |
med. | αυτό |
protección del medio ambiente | |
econ. | προστασία του περιβάλλοντος |
marino | |
transp. | ναυτικός |
Atlántico | |
environ. | Ατλαντικός |
| |||
Σύμβαση | |||
σύμβαση; συνέδριο; κανόνας κοινού δικαίου; σύμβαση/συνέδριο | |||
διευθέτηση; διακανονισμός | |||
συμφωνία; σύμφωνο |
Convenio sobre la protección del medio : 2 phrases in 1 subject |
Environment | 2 |