convenio | |
gen. | Σύμβαση |
environ. | σύμβαση; συνέδριο; κανόνας κοινού δικαίου; σύμβαση/συνέδριο |
law | διευθέτηση; διακανονισμός |
sobre | |
comp., MS | πληροφορίες; φάκελος |
aduanero | |
cust. | τελωνειακός |
para | |
med. | προς |
turismo | |
econ. | τουρισμός |
| |||
Σύμβαση | |||
σύμβαση; συνέδριο; κανόνας κοινού δικαίου; σύμβαση/συνέδριο | |||
διευθέτηση; διακανονισμός | |||
συμφωνία; σύμφωνο |
Convenio sobre facilidades aduaneras para : 1 phrase in 1 subject |
Hobbies and pastimes | 1 |