convenio | |
gen. | Σύμβαση |
environ. | σύμβαση; συνέδριο; κανόνας κοινού δικαίου; σύμβαση/συνέδριο |
law | διευθέτηση; διακανονισμός |
relativo | |
math. | πηλίκο ή λόγος |
a | |
comp., MS | μέσος |
regimen | |
agric. | σύστημα δασοκαλλιέργειας |
común | |
med. | κοινός |
de tránsito | |
IT | διάβαση |
| |||
Σύμβαση | |||
σύμβαση; συνέδριο; κανόνας κοινού δικαίου; σύμβαση/συνέδριο | |||
διευθέτηση; διακανονισμός | |||
συμφωνία; σύμφωνο |
Convenio relativo a un régimen : 6 phrases in 2 subjects |
Finances | 2 |
Transport | 4 |