convenio | |
gen. | Σύμβαση |
environ. | σύμβαση; συνέδριο; κανόνας κοινού δικαίου; σύμβαση/συνέδριο |
law | διευθέτηση; διακανονισμός |
relativo | |
math. | πηλίκο ή λόγος |
a | |
comp., MS | μέσος |
Ello | |
med. | αυτό |
temporal | |
earth.sc. | θύελλα |
| |||
Σύμβαση | |||
σύμβαση; συνέδριο m; κανόνας κοινού δικαίου; σύμβαση/συνέδριο | |||
διευθέτηση; διακανονισμός m | |||
συμφωνία; σύμφωνο m |
Convenio relativo a la : 229 phrases in 33 subjects |