convenio | |
gen. | Σύμβαση |
environ. | σύμβαση; συνέδριο; κανόνας κοινού δικαίου; σύμβαση/συνέδριο |
law | διευθέτηση; διακανονισμός |
para | |
med. | προς |
Ello | |
med. | αυτό |
apoderamiento | |
law lab.law. | εκχώρηση εξουσιών |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
aeronave | |
environ. | αεροσκάφος |
| |||
Σύμβαση | |||
σύμβαση; συνέδριο; κανόνας κοινού δικαίου; σύμβαση/συνέδριο | |||
διευθέτηση; διακανονισμός | |||
συμφωνία; σύμφωνο |
Convenio para la : 260 phrases in 31 subjects |