convenio | |
gen. | Σύμβαση |
environ. | σύμβαση; συνέδριο; κανόνας κοινού δικαίου; σύμβαση/συνέδριο |
law | διευθέτηση; διακανονισμός |
para | |
med. | προς |
facilitar | |
comp., MS | διευκολύνω |
tráfico | |
environ. | κυκλοφορία |
Internacional | |
gen. | Διεθνής |
| |||
Σύμβαση | |||
σύμβαση; συνέδριο; κανόνας κοινού δικαίου; σύμβαση/συνέδριο | |||
διευθέτηση; διακανονισμός | |||
συμφωνία; σύμφωνο |
Convenio para facilitar : 3 phrases in 2 subjects |
Commerce | 1 |
Transport | 2 |