comité consultivo | |
gen. | συμβουλευτική επιτροπή; συμβουλευτική επιτροπή |
econ. | συμβουλευτική επιτροπή; συμβουλευτική επιτροπή |
para | |
med. | προς |
parar | |
transp. | εξελέγχω |
paro | |
econ. | ανεργία |
law gen. | παύση |
control de las operaciones de concentración entre empresas | |
fin. | έλεγχος συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων |
| |||
γνωμοδοτικό συμβούλιο... | |||
| |||
συμβουλευτική επιτροπή | |||
| |||
συμβουλευτική επιτροπή (ΕΕ) |
Comité consultivo para el : 4 phrases in 4 subjects |
Economy | 1 |
General | 1 |
Health care | 1 |
Natural sciences | 1 |