comité consultivo | |
gen. | συμβουλευτική επιτροπή; συμβουλευτική επιτροπή |
econ. | συμβουλευτική επιτροπή; συμβουλευτική επιτροπή |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
reduccion | |
agric. | μείωση τιμής |
reducción | |
environ. | χημική αναγωγή |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
Ello | |
med. | αυτό |
riesgo químico | |
environ. | χημική επικινδυνότητα |
| |||
γνωμοδοτικό συμβούλιο... | |||
| |||
συμβουλευτική επιτροπή | |||
| |||
συμβουλευτική επιτροπή (ΕΕ) |
Comité consultivo de reducción de los : 2 phrases in 1 subject |
Environment | 2 |