comercio | |
commer. | κατάστημα λιανικής πώλησης |
commer. transp. | διακίνηση εμπορευμάτων; εμπορευματικές συναλλαγές; κυκλοφορία εμπορευμάτων; μεταφορά εμπορευμάτων |
comp., MS | επιχείρηση |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
Ello | |
med. | αυτό |
relacionado con | |
law | σχετικός με |
comercio | |
environ. | εμπόριο |