DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
to phrases
capital f
busin. ίδια κεφάλαια; ίδιο κεφάλαιο; καθαρή λογιστική θέση
fin. κεφαλαιακός εξοπλισμός; συμμετοχή στο κεφάλαιο
law, fin., account. κεφάλαιο
market. κεφάλαιο ατομικών επιχειρήσεων
capital ciudad f
econ. πρωτεύουσα
Capital
: 633 phrases in 27 subjects
Accounting27
Agriculture2
Animal husbandry12
Art2
Banking6
Business14
Commerce1
Communications2
Cultural studies2
Economy109
Electronics1
Environment1
Finances310
General23
Insurance3
Investment1
Labor law2
Law52
Marketing46
Medical1
Mineral products1
Natural sciences1
Politics2
Security systems1
Social science2
Statistics1
Taxes8