DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
noun | verb | adjective | to phrases
bloqueado n
forestr. μπλοκαρισμένος
transp. ακινητοποιημένα
bloqueo v
gen. μανδάλωση
agric. ακινητοποίηση; ασφάλεια; γρανάζι μιας κατεύθυνσης; κλείδωμα; σύμπλεξη
commun. φράξιμο
comp., MS σφάλμα
earth.sc., transp. στραγγαλισμός ροής ρευστού
el. ασφάλιση; διάταξη ασφάλισης; διάταξη για το κλείδωμα; διάταξη κλειδιών; διάταξη σφράγισης; σύστημα ακινητοποίησης; φραγή; εμπλοκή
IT, el. μηχανισμός κλειδώματος
med. αποκλεισμός
met., mech.eng. μανδάλωμα; μπλοκάρισμα
stat. Μπλόκ
stat., commun., scient. συμφόρηση
transp. σύστημα αποκλεισμού
transp., el. δέσμευση
bloquear v
comp., MS αποκλεισμός; κλειδώνω
fin., lab.law. δεσμεύω
IT, el. παρεμποδίζω
Bloquear v
comp., MS Αποκλεισμός
Bloqueado adj.
comp., MS Αποκλεισμένος
bloqueado adj.
comp., MS κλειδωμένος
IT ομαδοποίηση
life.sc., transp. στριμωγμένο
mech.eng. ακινητοποιημένος
transp. ασφαλισμένα; σφήνωση
Bloqueado
: 378 phrases in 22 subjects
Accounting1
Agriculture3
Chemistry4
Communications45
Data processing1
Earth sciences5
Economy5
Electronics66
Finances6
General4
Health care2
Information technology35
Law2
Life sciences4
Mechanic engineering39
Medical36
Metallurgy5
Microsoft25
Natural sciences1
Statistics1
Technology1
Transport87