DictionaryForumContacts

   Hungarian
Google | Forvo | +
to phrases
szivárgás n
construct. διήθηση
econ., commun., agric. οπή διαρροής; οπή εισροής
environ. διαρροή; διαφυγή
légszivárgás n
construct. διαφυγή αέρα
szivárgás
: 3 phrases in 2 subjects
Chemistry2
Environment1