DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
volet d'aération
construct. αεραγωγός
mun.plan., mech.eng. διάφραγμα αερισμού; θυρίδα αερισμού
transp., mech.eng. αρθρωτό παράθυρο εξαερισμού