DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
to phrases
verrouillage m
gen. μανδάλωση
agric. σύμπλεξη; ακινητοποίηση; ασφάλεια; γρανάζι μιας κατεύθυνσης
commer., econ. εγκλωβισμός
commun., transp., avia. ασφάλιση
earth.sc., mech.eng. ασφαλιστικός σύρτης; σύρτωση
el. σύστημα ακινητοποίησης; συγκράτηση ενός σημείου μιας κυματομορφής σε μια αυθαίρετη στάθμη; διάταξη ασφάλισης; διάταξη για το κλείδωμα; διάταξη κλειδιών; διάταξη σφράγισης
IT δυνατότητα φραγής; "κλείδωμα"
IT, dat.proc. "με κλείδωμα"
law μονοπωλιακός έλεγχος της αγοράς
mech.eng. διάταξη αλληλασφάλισης
met., mech.eng. μπλοκάρισμα; μανδάλωμα
nat.sc., industr. εμπλοκή
 French thesaurus
verrouillage m
mil., logist. Etat d'un système de poursuite ou d'acquisition d'objectifs qui poursuit continuellement et automatiquement un objectif en utilisant un ou plusieurs paramètres. (FRA)
verrouillage
: 298 phrases in 21 subjects
Agriculture3
Chemistry6
Coal1
Communications32
Data processing1
Earth sciences1
Economy3
Electronics57
Finances1
Forestry1
General4
Hobbies and pastimes3
Information technology29
Labor law1
Law2
Mechanic engineering57
Medical2
Metallurgy5
Microsoft10
Technology2
Transport77