DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
trempé f
forestr. εμποτισμένος; μουσκεμένος με νερό
tremper v
agric. βρέχω τα πόδια
agric., mater.sc. διαβρέχω; εμβαπτίζω; εμποτίζω; μουσκεύω
mater.sc. επιχρίω με εμβάπτιση
met. εμβαπτίζω μέταλλο; σκληραίνω; ψύχω απότομα
trempe v
environ., industr. διεργασία βαφής
industr., construct., chem. ανόπτηση
industr., construct., met. βύθιση; θερμική σκλήρυνση
leath. διαβροχή
met. βαφή; σκλήρυνση; ψύξη
trempé
: 274 phrases in 15 subjects
Agriculture15
Chemistry11
Construction4
Earth sciences1
Electronics10
Environment3
General6
Industry38
Information technology1
Materials science3
Mechanic engineering3
Metallurgy164
Nuclear physics1
Technology3
Transport11