DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
talon de pneu
industr., construct. πτέρνα επισώτρου; τακούνι επισώτρου
transp., tech., law χείλος επισώτρου; πτέρνα; πτέρνα του ελαστικού; στεφάνη; στεφάνη ελαστικού; τακούνι; τσέρκι ελαστικού επισώτρου; χαλύβδινη επενδεδυμένη στεφάνη συγκράτησης ελαστικού επισώτρου