superviseur | |
commun. el. | επόπτης δικτύου |
D* | |
commun. IT | ειδική ανιχνευτικότητα; D* |
entrée/sortie | |
IT | εισόδου/εξόδου |
informatique | |
econ. | πληροφορική |
| |||
επόπτης δικτύου | |||
επόπτης; λειτουργικό σύστημα εποπτείας; διευθύνον πρόγραμμα; εποπτεύον πρόγραμμα |
superviseur d : 1 phrase in 1 subject |
Information technology | 1 |