DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
substance à effet thyréostatique
health., agric., anim.husb. ουσίες με θυρεοστατική δράση
health., nat.sc., chem. θυρεοστατικό; θυρεοστατική ουσία; ουσία με θυρεοστατική δράση
med. ουσία με θυρεοστατική ενέργεια