| |||
δάπεδο | |||
έδαφος; χώμα | |||
| |||
τμήμα γης | |||
γλώσσα (Pegusa kleinii, Solea kleinii, Synapturichthys kleinii) | |||
πυθμένας λεκάνης | |||
εστία καμίνου; πυθμένας καμίνου; επικάλυψη φθειρομένης επιφανείας; πυθμένας χωνευτηρίου; δάπεδο; εστία; βάση | |||
| |||
γλώσσες (Soleidae) | |||
French thesaurus | |||
| |||
solution | |||
| |||
soldat |
sol : 1385 phrases in 36 subjects |