DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
to phrases
scarificateur m
agric. καναδική σβάρνη; καλλιεργητής με άκαμπτα δόντια
agric., construct. μηχανή επιφανειακής απόξεσης οδών
agric., industr. αναμοχλευτήρας; εκχερσωτής
forestr. εκχερσωτής (τύπου σβάρνας); μηχανή επιφανειακής κατεργασίας; απόξεσης εδάφους; αναμοχλευτής
scarificateur
: 1 phrase in 1 subject
Agriculture1