DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
to phrases
résineux adj.
environ. ρητινώδες ρητινούχο φυτό
life.sc., forestr. δέντρο μαλακής ξυλείας
life.sc., forestr., construct. ξυλεία ρητινούχος, ξυλεία εκ ρητινούχων δένδρων; μαλακή ξυλεία
nat.res. ρητινώδη (Gymnospermae); γυμνόσπερμα (Gymnospermae)
résineux
: 27 phrases in 10 subjects
Agriculture5
Chemistry2
Construction1
Economy1
Finances1
Forestry4
Industry5
Life sciences4
Natural resourses and wildlife conservation2
Natural sciences2