publicité | |
gen. | γνωστοποίηση; κοινολόγηση |
comp., MS | διαφημιστικό |
econ. | διαφήμιση |
environ. | καταχώρηση; διαφήμιση/ καταχώρηση |
law | δημοσιότητα |
dé | |
hobby | ζάρι; κύβος |
l | |
tech. | μήκος |
agrément CEE | |
law | έγκριση ΕΟΚ |
dé | |
hobby | ζάρι |
| |||
γνωστοποίηση; κοινολόγηση | |||
διαφημιστικό | |||
διαφήμιση | |||
διαφημιστική καταχώρηση; διαφήμιση/διαφημιστική καταχώρηση | |||
δημοσιότητα | |||
δημοσιοποίηση; δημοσιοποίηση των τιμολογίων |
publicité de l'agrément CEE de : 1 phrase in 1 subject |
Law | 1 |