DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
to phrases
poussoir m
agric. ωθητής
earth.sc., mech.eng. εμβολέας; συμπαγές έμβολο
industr., construct. ωστήριο
industr., construct., chem. Mηχανισμός απορρίψεως; απορρίπτης
mech.eng. σφυρί πίεσης; τεμάχιο επαφής εμβόλου αντλίας πετρελαίου με τον εκκεντροφόρο της
mech.eng., construct. κομβιοδόχη
transp., construct. αντιστύλωμα; αντηρίδα
poussoir
: 102 phrases in 11 subjects
Agriculture2
Communications20
Construction2
Earth sciences19
Electronics7
Environment1
Industry6
Materials science3
Mechanic engineering30
Metallurgy2
Transport10