DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
to phrases
pontage m
chem. σχηματισμός των αρχικών δεσμών μεταξύ γραμμικών μορίων πολυμερούς; δικτύωση
industr., construct. προσκόλληση
med. παράκαμψη; αναστόμωση; εγχείρηση αναστόμωσης; εγχείρηση παράκαμψης
met. γεφύρωμα; κάλυμμα
pontage
: 12 phrases in 8 subjects
Chemistry1
Electronics3
General1
Health care1
Information technology1
Medical1
Technology1
Transport3