DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
pinçure f
industr., construct. συστροφή; κατσάρωμα; μπουκλάρισμα
met. μαρκάρισμα κολλάρου
pinçures f
met. μαρκαρίσματα που προκαλούνται από τα κολλάρα των ρόλλων