DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
to phrases
piègeage m
el. παγίδευση
piégeage m
environ. παγίδευση; τοποθέτηση παγίδων; έκπλυση/κατακρήμνιση ατμοσφαιρικών ρύπων λόγω βροχής; παγίδευση/τοποθέτηση παγίδων
law, IT μη υποκλεπτόμενα μέσα
piègeage
: 51 phrases in 11 subjects
Agriculture1
Chemistry4
Earth sciences12
Ecology2
Electronics5
Energy industry1
Environment12
Hobbies and pastimes1
Industry4
Life sciences2
Social science7