DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
to phrases
personnes à mobilité réduite
health., transp. ανάπηρος m; επιβάτες με δυσκολίες συγκοινωνιακών μετακινήσεων
personne à mobilité réduite
mil., grnd.forc. ανάπηρος με μειωμένη κινητικότητα' μειονεκτούν άτομο με μειωμένη κινητικότητα
social.sc., transp. άτομα με μειωμένη κινητικότητα; άτομο μειωμένης κινητικότητας; πρόσωπο με μειωμένη κινητικότητα
personnes à mobilité réduite
: 2 phrases in 2 subjects
Health care1
Social science1