DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
to phrases
pénétromètre m
agric., tech. πενετρόμετρο
health. δείκτης ποιότητας ειδώλου; συσκευή μέτρησης εισερχόμενης
med. όργανο για την μέτρηση της διεισδυτικής δύναμης των ακτίνων
transp. μετρητής διείσδυσης; μετρητής συνεκτικότητας; διειδυσίμετρο; διεισδυσίμετρο
pénétromètre
: 2 phrases in 1 subject
Transport2