organisme professionnel de contrôle du marché | |
fin. | αυτόνομος επαγγελματικός οργανισμός ελέγχου της αγοράς |
dé | |
agric. | βάση εκ σκυροδέματος; πάκτωμα τσιμέντου |
construct. | κονίαμα εδράσεως |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
hobby | ζάρι; κύβος |
industr. construct. met. | κυβικά υαλοθραύσματα |
valeur | |
comp., MS | τιμή |
international | |
gen. | Διεθνής |
| |||
αυτόνομος επαγγελματικός οργανισμός ελέγχου της αγοράς |
organisme professionnel de contrôle du marché des valeurs : 1 phrase in 1 subject |
Finances | 1 |