Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
French
⇄
Danish
Dutch
English
Finnish
German
Greek
Irish
Italian
Maltese
Portuguese
Russian
Spanish
Swedish
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
to phrases
muter
v
gen.
μεταθέτω
agric.
διακόπτω την αλκοολική ζύμωση
med.
μεταλλάσσω
muté
v
agric.
γλεύκη των οποίων διαταράχθηκε ή σταμάτησε η ζύμωση με την προσθήκη αλκοόλης
;
γλεύκος του οποίου η ζύμωση παρεμποδίσθη εκ προσθήκης αλκοόλης; γλεύκη των οποίων διαταράχθηκε ή σταμάτησε η ζύμωση με την προσθήκη αλκοόλης
muter
:
11 phrases
in 6 subjects
Agriculture
4
Environment
2
Food industry
1
General
1
Law
2
Medical
1
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips