Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
French
⇄
Arabic
Basque
Bulgarian
Catalan
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
Finnish
German
Greek
Hungarian
Irish
Italian
Latvian
Lithuanian
Maltese
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Slovak
Slovene
Spanish
Swedish
Turkish
Ukrainian
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
verb
|
adjective
|
to phrases
muter
v
gen.
μεταθέτω
agric.
διακόπτω την αλκοολική ζύμωση
med.
μεταλλάσσω
muté
v
agric.
γλεύκη των οποίων διαταράχθηκε ή σταμάτησε η ζύμωση με την προσθήκη αλκοόλης
;
γλεύκος του οποίου η ζύμωση παρεμποδίσθη εκ προσθήκης αλκοόλης; γλεύκη των οποίων διαταράχθηκε ή σταμάτησε η ζύμωση με την προσθήκη αλκοόλης
mutant
adj.
environ.
μεταλλάκτης
;
μεταλλαγή
;
μεταλλάκτης/μεταλλαγή
health., nat.sc.
μετάλλαγμα
;
μεταλλαγμένος οργανισμός
med.
ο υποστάς μετάλλαξιν ή μεταλλαγή
;
έχων υποστεί σωματικήν μετάλλαξιν
;
μεταλλακτός
mutant
:
21 phrases
in 8 subjects
Agriculture
4
Environment
2
Food industry
1
General
2
Health care
1
Law
2
Life sciences
1
Medical
8
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips