DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
to phrases
multiplicatrice adj.
IT μηχανή αναπαραγωγής; πολλαπλασιαστική μηχανή
multiplicateur adj.
gen. πυρήνας
agric. πολλαπλασιαστής σπόρων προς σπορά
comp., MS πολλαπλασιαστής
earth.sc. πολλαπλασιάζων
ed. πολλαπλασιαστικοί παράγοντες
mech.eng. πολλαπλασιαστής ταχύτητας; υπερπολλαπλασιαστής
multiplicateurs adj.
ed. παράγοντες διάδοσης της πληροφορικής
multiplicatrice
: 57 phrases in 13 subjects
Agriculture4
Communications2
Economy6
Education1
Electronics8
Finances4
General5
Information technology9
Mechanic engineering10
Metallurgy1
Social science2
Statistics1
Transport4