DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
moulure f
forestr. χύτευση; μορφοποίηση
industr., construct. δοκίδιο; κορνίζα
met. πτύχωση
moulure v
industr., construct. νημάτιο
mater.sc. κυμάτωση ενίσχυσης; νεύρωση
mech.eng. δοκίδα επικάλυψης
moulure! v
industr., construct., met. αντικείμενο σχηματοποιημένο με πρεσσάρισμα; πρεσσαριστό αντικείμενο
moulurer v
mech.eng. ραβδώνω
moulure
: 22 phrases in 7 subjects
Chemistry1
Electronics2
Industry14
Materials science1
Mechanic engineering1
Transport2
Wood processing1