DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
to phrases
morsure f
cultur., met. σκάλισμα με οξύ
el. χάραξη
industr., construct. εργαζόμενον βάθος οδοντωτής μεταδόσεως
med. δήξη; σύγκλειση οδοντοστοιχιών; τραύμα δήγματος (vulnus morsum)
met. κάψιμο μετάλλου βάσεως
morsure
: 6 phrases in 2 subjects
Health care2
Medical4