DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
modulateur m
commun. μετατροπέας σημάτων συνεχούς σε σήματα εναλλασσομένου ρεύματος
modulateur adj.
commun. τσόπερ
met. ρυθμιστής προκαθορισμένης έναρξης και παύσης
transp., industr. διαμορφωτής
modulateur
: 75 phrases in 8 subjects
Communications19
Earth sciences3
Electronics28
General2
Information technology15
Mechanic engineering4
Medical3
Microsoft1