DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
to phrases
maillon m
gen. συνδετήρας φυσιγγίων
agric. χαλκάςκν.; δακτύλιος; κρίκος; συνδετικό στοιχείο
el. ανεξάρτητος κλάδος; ζεύξη
transp. άμμα αλυσίδας; κλειδί καδένας
maillon
: 50 phrases in 6 subjects
Agriculture2
Forestry1
Industry14
Mechanic engineering16
Technology7
Transport10