DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
mélange m
agric. μείξη; ανάμειξη
chem. μίγμα f; μείγμα f; παρασκεύασμα f
coal., met. ανάμειξις οπτανθράκων και παραγώγων ανθράκων; συλλιπάσματα f
el. μίξη
industr., construct. μίγμα ελαστικού; ανάμιξη βαμβακιού; πρόσμιξη βαμβακιού; ανάμιξη; χαρμάνιασμα; βιγκουρέ; παρτίδα f
mélanges m
commun. αφιέρωμα; τιμητική έκδοση; ανάλεκτα f; σύμμεικτα f
environ. Μεικτή
work.fl. αναμνηστικός τόμος
mélanger v
environ. μείξη; ανάμειξη/μείξη; ανάμειξη/μ(είξη)
mélange
: 399 phrases in 32 subjects
Agriculture33
Astronautics1
Chemistry65
Coal8
Communications7
Construction5
Cultural studies1
Earth sciences24
Electronics2
Environment37
Food industry12
Forestry1
General26
Health care3
Industry61
Information technology5
International trade1
Life sciences16
Materials science6
Mathematics2
Mechanic engineering19
Medical15
Metallurgy6
Natural sciences6
Physical sciences9
Research and development1
Scientific1
Statistics7
Technology5
Textile industry4
Transport8
Work flow2