DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
lessive v
agric. αλκαλικό διάλυμα
agric., food.ind. σκόνη καθαρισμού
environ. αλισίβα; ισχυρό αλκαλικό διάλυμα; αλισίβα/ισχυρό αλκαλικό διάλυμα
lessiver v
life.sc. αποπλύω; εκπλύω; χωρίζω δι'εκπλύσεως
lessivede soude v
agric. διάλυμα ζέοντος ύδατος και σόδας; διάλυμα καυτού νερού και σόδας
lessivat v
environ. διαφυγή
lessif adj.
agric. αλκαλικό διάλυμα
agric., food.ind. σκόνη καθαρισμού
lessive
: 54 phrases in 11 subjects
Agriculture3
Chemistry13
Earth sciences1
Environment1
Health care1
Industry23
Life sciences2
Mechanic engineering1
Medical1
Municipal planning4
Technology4