DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
to phrases
groupages m
transp. γκρουπάρισμα εμπορευμάτων; ομαδοποίηση εμπορευμάτων
groupage m
gen. σχεδιασμός m
commun. συγκέντρωση και προώθηση ταχυδρομείου
commun., IT συσταδοποίηση
commun., transp. συγκέντρωση δεμάτων; συλλογή δεμάτων
IT Ομαδοποίηση; ομαδοποίηση
transp. κίνηση περισυλλογής; κυκλοφορία συλλογής
 French thesaurus
groupage m
mil., logist. Procédé consistant à réunir des lots de marchandises provenant de plusieurs expéditeurs pour les transporter vers une destination unique. Le groupage est exécuté par des unités spécialisées. (FRA)
groupages
: 38 phrases in 10 subjects
Agriculture7
Communications4
Environment3
Finances1
Food industry1
Life sciences1
Materials science1
Medical3
Statistics4
Transport13