DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
frottoir m
gen. τριβέας
industr., construct. επιφάνεια προστριβής; χνουδιασμένο δέρμα
industr., construct., met. δίσκος λειάνσεως
transp. διαδοκίδα; πέδιλο ολίσθησης; πλάκα τριβής