DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
to phrases
finissage m
industr., construct. καθάρισμα και φινίρισμα; φινίρισμα υφάσματος; τελείωμα; τελική επεξεργασία; αποτελείωμα; φινίρισμα; φινίρω; τελική επεξεργασία υφάσματος
industr., construct., met. άψογο γυάλισμα; στίλβωση
wood. τελειωτική λείανσις
finissage
: 41 phrases in 5 subjects
Agriculture4
Industry32
Metallurgy2
Natural sciences1
Statistics2