entrée | |
tech. mech.eng. | είσοδος της αντλίας; στόμιο αναρρόφησης της αντλίας |
en vigueur | |
law | σε ισχύ |
| |||
είσοδος της αντλίας; στόμιο αναρρόφησης της αντλίας | |||
French thesaurus | |||
| |||
de suite |
entrée en vigueur : 10 phrases in 4 subjects |
Finances | 1 |
General | 1 |
Law | 6 |
Patents | 2 |