entrée | |
tech. mech.eng. | είσοδος της αντλίας; στόμιο αναρρόφησης της αντλίας |
dé | |
agric. | βάση εκ σκυροδέματος; πάκτωμα τσιμέντου |
construct. | κονίαμα εδράσεως |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
hobby | ζάρι; κύβος |
industr. construct. met. | κυβικά υαλοθραύσματα |
piste | |
comp., MS | κομμάτι ήχου |
| |||
είσοδος της αντλίας; στόμιο αναρρόφησης της αντλίας | |||
French thesaurus | |||
| |||
de suite |
entrée de : 49 phrases in 17 subjects |