DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
enquête f
math. δείγμα έρευνας
stat. δειγματοληπτική έρευνα; ερωτηματολόγιο
enquête v
econ., stat. συνέντευξη
environ. έρευνα; εξέταση; επιθεώρηση; μελέτη; έρευνα/εξέταση/μελέτη/επιθεώρηση
lab.law. διακρίβωση
math. Πρόγραμμα
stat. κοινωνική έρευνα
enquêté v
stat., social.sc. απογραφόμενος; πληροφορητής; πληροφοριοδότης
enquêtes v
account. στατιστικές έρευνες
enquête
: 312 phrases in 29 subjects
Accounting4
Agriculture1
Chemistry1
Commerce2
Communications9
Construction1
Criminal law7
Economy16
Education1
Environment11
Finances12
Forestry1
General33
Government, administration and public services9
Health care4
Human rights activism2
Immigration and citizenship1
Industry1
International trade2
Law44
Materials science1
Mathematics17
Medical4
Politics2
Scientific1
Social science8
Statistics101
Trade unions2
Transport14